Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΛΙΑ,ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ




 ΜΗΛΙΑ,ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Διήγηση της Μ. Αναστασίας

Η Μηλιά που γεννήθηκα είναι τόσο παλιό χωριό, που κανείς δεν ξέρει από πότε κτίστηκε.
Όταν πηγαίναμε στο σχολείο, ο δάσκαλος μας έλεγε ότι το χωριό μας γεωγραφικά είναι το πρώτο χωριό της Ελλάδας, γιατί ήταν στα βόρεια σύνορα, δίπλα στη Βουλγαρία.. Είναι κτισμένο στην πλαγιά ενός λόφου. Το περίγυρό του ήταν τυλιγμένο με ρυάκια που έτρεχαν γάργαρο νερό. Υπήρχαν 5 παλιές Βρύσες με καθαρό και υγιεινό νερό.
To καίκι μεταφέρει το γιατρό Χρηστίδη
Νότια του χωριού κυλάει ο ποταμός Άρδας που είχε πολλές φυσικές ομορφιές, αλλά ταυτόχρονα  ήταν ο αποκλεισμός του χωριού. Τα χωράφια των κατοίκων, τόσο του χωριού μας όσο και των γειτονικών χωριών, ήταν στην απέναντι πλευρά του ποταμού και αυτό δυσκόλευε υπερβολικά τις γεωργικές εργασίες. Ο Άρδας ποταμός χωρίζει τα χωριά του τριγώνου από τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής Ορεστιάδας.
Το χωριό μου σήμερα  αργοσβήνει σιγά σιγά με τους λίγους απομείναντες κατοίκους.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

Το σπίτι του Αραμπατζή

Είχαμε ένα παμπάλαιο διώροφο πέτρινο σπίτι. Τα παράθυρά του ήταν  μικρά. Στην είσοδο είχε πέτρινα σκαλιά με δυο στρογγυλά ξύλινα κάγκελα. Κάτω στα σκαλιά ήταν κτισμένο το κοτέτσι. Μια μεγάλη ξύλινη πόρτα ήταν η είσοδος και  είχε απ’ έξω Αριζέ. Από μέσα είχε ένα μεγάλο ξύλο με θήκες και από τις δυο πλευρές του, που το βάζανε το βράδυ και ασφάλιζε την πόρτα.
Μπαίνοντας στο σπίτι είχε ένα μεγάλο χαγιάτι (=σαλόνι) με ξύλινα ντιρέκια που το στήριζαν και επάνω είχε δίπλες. Επάνω στις δίπλες η πινακωτή που βάζανε μέσα το ψωμί που ζυμώνανε. Μια σανίδα κρεμασμένη από σχοινιά και πάνω τα ψωμιά στην αράδα σκεπασμένα.
Στη γωνιά ήταν τα μπαούλα με τα ρούχα και επάνω ο γοίκος. Έτσι λέγανε  το σωρό με τα ρούχα που τα είχαν διπλωμένα  και σκεπασμένα. Το χαγιάτι ήταν τεράστιο να φανταστείτε πιο μεγάλο από ένα σπίτι.
Από τη δεξιά πλευρά είχε μόνο δύο κάμαρες. Στην πίσω κάμαρα έμεναν ο παππούς και γιαγιά. Κάτω είχε μια ψάθα και επάνω ξετύλιγαν ένα στρώμα και κοιμούνταν. Ένα παράθυρο βαθύ με ένα πεζούλι κι επάνω στο πεζούλι ένα λουλούδι με ωραίο φύλλο. Επάνω στο ντουβάρι, μέσα στον τοίχο, ήταν το εικονοστάσι , μια εικόνα πιασμένη με μάνταλο και από πίσω ένας κρύπτης. Σ’ αυτό το δωμάτιο είχε και Γωνιά, που δεν θυμάμαι να την άναψαν ποτέ. Η γιαγιά είχε εκεί  κρεμασμένη μια καρτσούνα (=νεροκολοκύθα) που είχε μέσα θυμιάμα και κεράκι και στο ντουβάρι κρεμασμένη μια λάμπα πετρελαίου.
Στην άλλη κάμαρα είχε μια σόμπα, ένα κρεβάτι και μια ΄΄μάσα΄΄ (=τραπέζι). Εκεί επάνω ήταν η κανάτα και ένας μαστραπάς  για το νερό. Στο κάτω ράφι ήταν το πανέρι με το ψωμί τυλιγμένο καλά στη μισάλα. Ένα ξύλινο σουντίρι στρωμένο με υφαντά και πολλά μαξιλάρια. Εδώ κάθονταν κατά τα νυχτέρια , που το χειμώνα ήταν καθημερινά. Οι γυναίκες βάζανε στη μέση του δωματίου έναν τενεκέ  και πάνω τη λάμπα για να φέγγει.. Γύρω γύρω κάθονταν στα μαξιλάρια και όλες είχαν τις δουλειές τους μαζί. Πλέκανε κάλτσες και πουλόβερ και γνέθανε νήμα, γιατί  ότι φορούσανε και τα σκεπάσματά τους όλα ήταν χειροποίητα και έπρεπε να τα κατασκευάζουν μόνες τους.
Η νοικοκυρά για να ευχαριστήσει τις γυναίκες στα νυχτέρια,, έβραζε καλαμπόκια και κολοκύθια και έψηνε πατλάκια.
         Από κάτω από το χαγιάτι και τους οντάδες ήταν ο αχυρώνας και τα αμπάρια. Ο στάβλος ήταν μια μεγάλη κάμαρα όπου βάζανε τα βαρέλια με το κρασί, τις  λαΐνες (=στάμνες)  με το νερό, τους κουβάδες και τα μπακίρια.
Σ’ αυτό το μέρος υπήρχε μια εσωτερική ξύλινη σκάλα που κατεβαίνανε για να δούνε όταν τα ζώα ήταν ανήσυχα ή όταν γεννούσαν οι αγελάδες. Στην αρχή της σκάλας είχε ένα ραφάκι μέσα στο ντουβάρι. Εκεί βάζανε ένα καντήλι τενεκεδένιο με ένα φυτίλι κι ένα χερούλι, για να το κρατάνε όταν κατεβαίνανε τη νύχτα.
Ο  κάτω οντάς (= δωμάτιο) είχε τη γωνιά με δύο πέτρινα πεζούλια κι έναν ξύλινο πάγκο σαν κρεβάτι. Τα Χριστούγεννα που σφάζανε το γουρούνι, το στηρίζανε σ’ ένα χοντρό μεγάλο ξύλο και το πηγαίνανε σ’ αυτό το δωμάτιο. Εκεί το χωρίζανε σε κομμάτια. Χαίρονταν όταν το γουρούνι ήταν παχύ, γιατί το λίπος του το παστώνανε Με το κρέας του φτιάχνανε καβρουμά, τσιγαρίδες, λουκάνικα και λίγδα. Την λίγδα την χρησιμοποιούσαν στις πίτες που ήταν το κυριακάτικο φαγητό τους. Τα διατηρούσαν μέσα σε πήλινα τσουκάλια πάνω στο χαγιάτι, σε μια σκοτεινή γωνία.
Από το λίπος του γουρουνιού κάνανε και το σαπούνι τους. Βράζανε το λίπος μέσα σ’ έναν τενεκέ και όταν έβραζε καλά, ρίχνανε μέσα σόδα. Πριν παγώσει καλά το κόβανε σε τετράγωνα κομμάτια
Τα λουκάνικα τα είχαν περασμένα σ’ ένα κοντάρι και κρεμασμένα για να στεγνώσουν.
Θυμάμαι που  παππούς μου περνούσε κομμάτια κρέας σ’ ένα ξύλο, το έψηνε,  εμείς καθόμασταν στα πεζούλια και μας έδινε να φάμε το νόστιμο αυτό κεμπάπ.

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Ο χειμώνας ήταν δύσκολος γιατί είχαν πολλά ζωντανά για πότισμα και  οι βρύσες και τα ρυάκια ήταν έξω από το χωριό. Κουβαλούσαν νερό με τα βαρέλια από το ποτάμι ή κουβαλούσαν με τους κουβάδες. Σ’ ένα ξύλο πελεκημένο, το μπακουρτσόξυλο, βάζανε τους κουβάδες στις δύο άκρες του  και το κουβαλούσαν στον ώμο για να ποτίσουν τα μοσχαράκια και για το σπίτι να πλυθούνε.
Είχανε πολύ λίγο χρόνο να ξεκουραστούνε. Το χειμώνα εκτός από τα ζώα που είχαν να φροντίσουν, έπρεπε να τενγκιάσουν τον καπνό, να κλώσουν το βαμπάκι και το μαλλί, να πλέξουν κάλτσες και πουλόβερ. Όλα αυτά έπρεπε να τα κάνουν το χειμώνα, γιατί το καλοκαίρι πήγαιναν στα χωράφια, δεν είχαν χρόνο για τέτοιες δουλειές.
 Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήταν αγρότες. Το χωριό είχε δύο μπακάλικα, αυτά που θυμάμαι εγώ, τέσσερα καφενεία , δύο καϊκτσήδες (=βαρκάρηδες), δύο ράφτες, δύο σιδεράδες, έναν πεταλωτή που κάρφωνε στα πόδια των ζώων τα πέταλα, έναν πρακτικό οδοντίατρο και τρείς δασκάλους. Το ψωμί το έκαναν οι νοικοκυρές και όλα τα σπίτια είχαν το φούρνο τους.

Δεξιά φαίνεται το πίσω μέρος της εκκλησίας

ΓΙΟΡΤΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

Όλες τις γιορτές τις περίμεναν με λαχτάρα. Αυτή ήταν η διασκέδασή τους. Το πρωί με το χτύπημα της καμπάνας ο παππούς μου ντυνόταν με ρούχα γιορτινά που ήταν υφαντά, έβαζε και το καπέλο του, το κασκέτο όπως το έλεγε και πήγαινε στην εκκλησία. Εκεί απ’ ότι θυμάμαι όλοι είχαν δικό τους στασίδι. Η εκκλησία ήταν πολύ παλιά, τη θυμάμαι πολύ λίγο, πρέπει να είχε γυναικωνίτη, θυμάμαι ένα διαχωριστικό χώρο με πέργουλες. Το προαύλιο της εκκλησίας ήταν γεμάτο λουλούδια, τριανταφυλλιές ζουμπούλια σπαθάκια και γύρω γύρω ήταν κτισμένος ένας πέτρινος καλές.

Τα Χριστούγεννα

Όπως τώρα περιμένουν όλοι με χαρά τα Χριστούγεννα, έτσι και τότε . Οι καραμέλες που τρώγαμε σαν παιδάκια ήταν λιγοστές . Γι’ αυτό όλο το χρόνο ό,τι χαρτάκια βρίσκαμε από καραμέλες που ήταν χρωματιστά, τα μαζεύαμε και τα κρατούσαμε. Όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, ο μπαμπάς μου πήγαινε στο αμπέλι μας που ήταν σε μια ρεματιά και μας έκοβε από μια βέργα από κρανιά με κλαριά. Εμείς περιμέναμε να τη στολίσουμε . Τα χαρτάκια τα κάναμε φιογκάκια με μια κλωστή και στολίζαμε τα κλαριά της βέργας.
Στα σπίτια την παραμονή των Χριστουγέννων κάθονταν όλοι γύρω από το σουφρά. Ο παππούς έπαιρνε ένα γυνί,  έβαζε επάνω κάρβουνα και θυμίαμα. Πρώτα πήγαινε μπροστά στο εικονοστάσι και μετά στο τραπέζι  που είχε εννιά νηστίσιμα φαγητά, που τα λέγανε ΄΄εννιά φαϊά΄΄. Θύμιαζε  το τραπέζι και κάθε έναν από εμάς ξεχωριστά.
Σηκωνόμασταν το πρωί και με τη στολισμένη βέργα πηγαίναμε πρώτα στον παππού και στη γιαγιά και τους χτυπούσαμε με τη στολισμένη βέργα την οποία την ονομάζαμε σούρβα . Τους χτυπούσαμε στα χέρια και στα πόδια για να μη τους πονάνε. Μετά πηγαίναμε στους γονείς μας  και στα ζώα. Μαζεύονταν και άλλα παιδιά και πηγαίναμε σε συγγενικά σπίτια και τραγουδούσαμε τα κάλαντα. Όλα τα παιδιά κρατούσαμε από μια σούρβα. Στα σπίτια που πηγαίναμε μας έδιναν οι συγγενείς από ένα λουκανικάκι και από μια εικοσάρα, οι παππούδες μας έδιναν μισή δραχμή.
Επίσης περιμέναμε τη νύχτα τα παλληκάρια. Μαζευότανε μια ομάδα και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Τραγουδούσαν τόσο δυνατά που ακούγονταν σ’ όλη τη γειτονιά. Οι νοικοκύρηδες ετοίμαζαν ένα χριστόψωμο που είχε επάνω ένα σταυρό, βάζανε πάνω  ένα νόμισμα και το πρόσφεραν. Ένα παλληκάρι, ο πιο κοντινός συγγενής. κρατώντας το χριστόψωμο στο χέρι λέει το ντουβά.
«Ορίστε απ’ τον αφέντη μας, τον πολυχρονημένο…» Συνεχίζουν με ευχές πρώτα για το νοικοκύρη και μετά για τα παιδιά. Το τραγούδι που λέγανε ήταν,΄΄Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο...΄΄ Τους έδιναν ακόμα καρύδια, σύκα, καραμέλες και ξυλοκέρατα. Τα μαζεύανε όλα αυτά σ’ ένα σακούλι  και την ημέρα των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, πηγαίνανε έξω στην πλατεία. Τραγουδούσαν και εκεί , λέγανε τις ευχές και στο τέλος ρίχνανε αυτά που μάζεψαν, ενώ τα παιδάκια έτρεχαν για να μαζέψουν όσα περισσότερα μπορούσαν.
Μετά έρχονταν και έπαιζαν οι οργανοπαίκτες, που τους είχαν  πληρώσει τα παλικάρια από τα δώρα που μαζέψανε. Στο χορό συμμετείχε όλο το χωριό. Μικροί μεγάλοι ήταν στην πλατεία. Τα παλληκάρια και τα κορίτσια έκαναν βόλτα ενώ οι  μεγάλοι κάθονταν γύρω στην πλατεία. Μάλλον διάλεγαν νύφες ή γαμπρούς. Αυτό γινόταν και τις Κυριακές και τις διάφορες γιορτές, ήταν η έξοδος και η διασκέδαση των νέων.

Νέο έτος (Πρωτοχρονιά)


Μετά τα Χριστούγεννα περιμένανε την καινούργια χρονιά που θα’ρθει. Τα Δωδεκαήμερα πλέκανε, κάνανε δουλειές στο χέρι. Βλέπανε ποια θα πλέξει περισσότερο, ποια θα βγάλει περισσότερες δουλειές.
Παραμονή πρωτοχρονιάς είχανε πάλι τα θυμιάσματα. Βράζανε και σιτάρι για να πάει καλά η χρονιά.  Μαζευότανε νωρίς και κόβανε την πίττα που ετοίμαζαν οι νοικοκυρές. Μέσα στην πίττα βάζανε τα σημάδια όπως λέγανε, τα χωράφια, το σπίτι, τα ζώα, το αμπέλι και το φλουρί. Θυμιάζανε το τραπέζι με την πίττα. Ο νοικοκύρης γύριζε τρεις φορές το ταψί με την πίττα και την έκοβε. Στο Χριστό, στο νοικοκύρη  και όλους με τη σειρά κατά ηλικία
 Οι άνδρες αυτή τη βραδιά δοκιμάζανε την τύχη τους παίζοντας κουμάριΤο βράδυ τ’ Αϊγιαννιού θυμιάζανε πάλι το σινί (τραπέζι).

Τα Θεοφάνεια

Τα Θεοφάνεια, μετά τη θεία λειτουργία, όλοι οι κάτοικοι ακολουθούσαν τον παπά στο ποτάμι. Εκεί αγίαζε ο παπάς τα νερά ρίχνοντας το σταυρό στο ποτάμι.

Στο γυρισμό μετά την πομπή τα κορίτσια και τα παλληκάρια παίζανε το γεφυράκι πηγαίνοντας στο χωριό.Το βράδυ ορισμένοι δεν κοιμόταν γιατί ανοίγανε τα ουράνια.
                                  
Η πανήγυρη

Η πανήγυρη γινόταν στις 18 Ιανουαρίου του Αγίου Αθανασίου κι ερχόταν κόσμος από τα  άλλα χωριά, το  Θεραπειό, τον Πεντάλοφο, το Κουμαρλί κ.α. Την παραμονή ο εσπερινός και ανήμερα η Θεία λειτουργία. Μετά από την εκκλησία πηγαίνανε στα σπίτια να κεραστούνε οι επισκέπτες. Την προηγούμενη ημέρα οι περισσότεροι σφάζανε κατσικάκια και μαγειρεύανε πολλά φαγητά για να φιλέψουν τον κόσμο που ερχόταν από άλλα χωριά. Στην πλατεία γινόταν μεγάλος χορός. Έβγαιναν οι οργανοπαίκτες του χωριού και όλος ο κόσμος μικροί και μεγάλοι χορεύανε. Αυτό γινότανε πολύ συχνά τις γιορτές.

Ο Μπέης

Μια βδομάδα πριν τις απόκριες γιόρταζαν το Μπέη. Ετοίμαζαν οι νοικοκυρές πίτες και τις πήγαιναν στην πλατεία. Κάθονταν οι άνδρες σε σανίδες και στη μέση είχαν τις πίτες. Οι υποψήφιοι είχαν ξεχωριστή πίτα που είχε μέσα νόμισμα. Σ’ όποιον τύχαινε το νόμισμα ήταν ο μπέης της επόμενης χρονιάς. Τον σηκώνανε ψηλά και του δίνανε ευχές .
Ο Μπέης φορούσε ένα σαρίκι στο κεφάλι του, είχε δίπλα του την Καντούνα, τους Αράπηδες και τους Κουδουνάδες. Γύριζαν στο χωριό και μάζευαν σιτάρι. Πήγαιναν στην πλατεία, ο Μπέης όργωνε, έσπερνε και άλλοι τον έβαζαν πηδουκλές (=τρικλοποδιές) για να διασκεδάσουν . Στο τέλος πιάνονταν όλοι στο χορό. Έσερνε ο Μπέης το χορό και δίπλα του  η Μπέηνα. Ο κόσμος τους κρεμούσε λεφτά.

Οι Απόκριες

Τις απόκριες οι κουμπάροι πηγαίνανε στους νονούς τους μ’ ένα μπουκάλι κρασί τυλιγμένο σ’ ένα μαντήλι. Φιλούσαν το χέρι του νονού και έλεγαν συγχωρημένα και ευλογημένα, ενώ τους κερνούσε η νονά πίττες χαλβά. Ο νονός κρεμούσε στο ταβάνι μια πίττα χαλβά . Τα παιδιά του και τα βαφτιστήρια του βάζανε τα χέρια πίσω , ο νονός κουνούσε την κλωστή με το χαλβά και όποιο παιδί δάγκωνε το χαλβά ήταν ο νικητής.

Των Βαΐων

Την Κυριακή των Βαΐων, κορίτσια 12-14 ετών μαζεύονταν σ΄ ένα σπίτι για να στολίσουν τα Βάγια. Βάγια ήταν μια  μεγάλη κούκλα που την ετοιμάζανε οι κοπέλες, την ντύνανε , τη στολίζανε και γυρίζανε στα σπίτια τραγουδώντας και χορεύοντας την Βάγια. Παίρνανε το Αντί από τον αργαλειό, φτιάχνανε το κεφάλι, τα χέρια, ζωγραφίζανε το πρόσωπο και το βάφανε. Με τους  άγριους μενεξέδες που μαζεύανε  πλέκανε στεφάνι για την Βάγια. Την φορούσαν  σκέπη στο κεφάλι και ένα κόκκινο φόρεμα. Γυρίζανε από σπίτι σε σπίτι, τη χορεύανε και τραγουδούσαν :

«Βάγια Βάγια του Βαγιού ,μως την άλλη την Κυριακή,
με τα κόκκινα τ’ αυγά μισκαφίδας του ψουμί ,
μαρή λιγνή, μαρή ψηλή, μαρή μαυροματούσα.
Σύ ντα θα πάς στην εκκλησιά, χίλια στολίδια βάζεις.
Βάζω τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι μ’ άστρα.
Βάζεις και τον αδιάγιαρο καθάριο δακτυλίδι.»
Συνεχίζανε με ευχές για τον κανακάρη ή την κανακάρα.

«Η μάνα πού χει τον υιό, τον μικροκανακάρη,
τον έλουζε, τον χτένιζε και στο σχολειό τον στέλνει
και δάσκαλος τον μάθαινε με μια χρυσή βεργίτσα.
Που είναι καλέμ’ τα γράμματα σ’, που είναι καλέμ’ ο νους σου;
Τα γράμματα είναι στο χαρτί και ο νους μου πέρα βρέχει,
πέρα στα πέρα αντίπερα πέρα στις μαυρομάτες.»


ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΕ ΤΑ ΚΟΥΚΟΥΛΙΑ

Μεταξωτό κέντημα Ορτακίου
Στο χωριό θρέφανε μεταξοσκώληκες που τα φέρνανε σε κουτιά. Βάζανε το κουτί σ’ ένα βαθουλό παράθυρο. Ένα τελαράκι πανωμένο με τούλι το βάζανε πάνω από το κουτί. Τα αυγουλάκια που ήταν στο κουτί ήταν μικρά σαν το κεφάλι μιας καρφίτσας. Με τη ζέστη του  ήλιου σκάζανε τα αυγουλάκια και  βγαίνανε μικρά σκουληκάκια. Στην αρχή ψιλοκόβανε μουρόφυλλα και τα ρίχνανε πάνω στα σκουλήκια. Αυτά τρώγανε και ανέβαιναν πάνω. Τα έστρωναν σε ειδικά κρεβάτια μέσα στο χαγιάτι. Τα τάιζαν πρωί βράδυ στην αρχή και πιο συχνά αργότερα.. Μετά τα ρίχνανε ολόκληρες βέργες με φύλα που τα κουβαλούσαν στην πλάτη. Πηγαίνανε στους μπαχτσέδες με ένα κλαδευτήρι και κόβανε βέργες από τη μουριά. Είχανε χωράφια που ήταν γεμάτα με μουριές . Όταν μεγάλωναν τα σκουλήκια σκαρφάλωναν στον τοίχο. Τότε στήνανε τα κλαδιά που είχαν ετοιμάσει. Τα κλαδιά ήταν από βελανιδιά . Τα κουρεύανε από κάτω, τα κάνανε μια τσίμπα και τα τσιτώνανε πάνω στα κρεβάτια, προσεκτικά να μην κάνουν ζημιά στα σκουλήκια.
Αυτά αφού ωρίμαζαν, ανέβαιναν πάνω στα κλαδιά και πλέκανε το κουκούλι. Όταν ολοκληρώνονταν  τα κουκούλια, ξεκινούσαν το μάζεμα. Μαζεύανε πρώτα τα κουκούλια από τα κλαδιά, μετά από τις βέργες και τα καθαρίζανε από τη σκέπη. Όταν τελείωναν όλα, τα έβαζαν σε ταψιά. Όταν άναβαν το φούρνο να ψήσουν το ψωμί τα βάζανε στο ζεστό φούρνο να ψοφήσει μέσα το σκουλήκι, Τα βάζανε στα σακιά και ήταν έτοιμα για τον έμπορα. Τη σκέπη που καθαρίζανε, τη βάζανε σε κάτι λανάρια που είχανε για να αφρατέψει.
                                
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ

Όταν είχε ανομβρία, έβαζαν ένα ορφανό κορίτσι μπροστά και από πίσω ακολουθούσε  μια παρέα κοριτσιών. Περπατούσαν, τραγουδούσαν και παρακαλούσαν να’ρθει η βροχή. Δύο κοπέλες είχαν ένα μπακίρι με νερό και μέσα ένα δεμάτι με χόρτα. Βρέχανε την κοπέλα τραγουδώντας :
«Παπαρούνα περπατούσε, το θεό παρακαλούσε. 
Βρέξε θεέ μου μια βροχή, να βραχούν κι οι τσομπανιοί»
Γιορτάζονταν στις 15 Μαΐου του Αγίου Αχιλλείου.  Την ημέρα αυτήν δεν πλένανε και δεν πήγαιναν στο χωράφι  για να μην ρίξει χαλάζι.


ΠΡΟΞΕΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΓΑΜΟΣ


Όταν μεγάλωναν τα παιδιά, οι γονείς αρχίζανε να συζητάνε μεταξύ τους για τη νύφη ή τον γαμπρό που θα τους διάλεγαν. Βλέπανε πού ταιριάζουν τα παιδιά τους και έστελναν προξενιό  και αφού συμφωνούσαν και από τις δυο πλευρές αλλάζανε σημάδια. Τα σημάδια ήταν μέσα σε ένα καρέ μια κόκκινη κορδέλα με ένα φλουρί ή μια λίρα, λίγο ρύζι για να ριζώσουν και καραμέλες για να γλυκάνουν. Αφού αλλάζανε τα σημάδια, η νύφη ασπαζόταν με σεβασμό τους μεγαλύτερους και αυτοί με τη σειρά τους την κερνούσαν χρήματα για τα προικιά τους. Το πρώτο κέρασμα ήταν νερό που το κερνούσε η νύφη για να πάρει την ευχή:
« Όπως τρέχει το νερό έτσι να κυλάει και η ζωή τους».
Όσο διάστημα ήταν αρραβωνιασμένοι, η πεθερά πήγαινε στη νύφη την ημέρα της Αποκριάς καραμέλες και χαλβά  και η νύφη τα μοίραζε στους συγγενείς φιλώντας τους το χέρι και αυτοί της δίνανε λεφτά για ν’ αγοράσει τα προικιά της.
         Όταν γινόταν ο γάμος, βάζανε σ’ ένα πανέρι το νυφικό και τα παπούτσια της νύφης, ενώ τα  καλλυντικά τα βάζανε μέσα σ’ ένα τραπεζομάντηλο ψηφωτό με δαντέλα. Με τα όργανα και χορεύοντας τα πηγαίνανε στο σπίτι της νύφης. Στην αυλή τα χορεύανε και πάλι με συμμετοχή και διασκέδαση από όλους τους καλεσμένους.

 
                                             Τα κόκκινα
Αφού περνούσαν μέσα στο σπίτι τους κερνούσαν , βλέπανε τα δώρα της νύφης ορισμένοι έκαναν τις πλάκες τους. Κρύβανε το ένα παπούτσι και λέγανε ‘ μ΄ ένα παπούτσι θα περπατάει η νύφη’ και διάφορα άλλα για να σπάνε πλάκες. Όλα αυτά γινόταν την Πέμπτη ,ο γάμος άρχιζε από την Πέμπτη και τελείωνε την Δευτέρα. Την ημέρα του γάμου μαζεύονταν οι συγγενείς και ο παράγαμπρος (μπράτιμος) και πηγαίνανε στον κουμπάρο με τα όργανα χορεύοντας. Βγαίνανε και οι κουμπάροι χορεύοντας και τους προϋπαντούσαν, η κουμπάρα τους έβαζε στο πέτο ένα φύλλο από αμάραντο κεντημένο με χρυσό. Μ’ αυτό τον τρόπο παίρνανε το γαμπρό και τη νύφη από το σπίτι φωνάζοντας ‘Γιούχου’ . Ο γαμπρός όταν έβγαινε από το σπίτι καθόταν σε μια καρέκλα και πάνω από το κεφάλι του σπάζανε μια κουλούρα ψωμί. Στο σπίτι της νύφης η κουμπάρα και κοπέλες την ντύνανε κάνοντας έθιμα και τραγουδώντας. Όταν τους βγάζανε έξω στην πόρτα σπάζανε και σ’αυτήν το ψωμί πάνω από το κεφάλι της σ’ ένα δίσκο και το μοίραζαν. Μετά γυρνούσαν την καρέκλα στο δρόμο προς την πόρτα του σπιτιού δίνανε στη νύφη ένα ποτήρι με νερό και επάνω ένα μήλο. Κρατούσαν έναν καθρέπτη μπροστά της να βλέπει πότε θάρθει ο γαμπρός. Όταν έβλεπε το γαμπρό νάρχεται πίσω το μήλο, όποια κοπέλα το έπιανε λέγανε ότι θα παντρευτεί γρήγορα. Μετά μπαίνανε μέσα δώριζαν η νύφη και ο γαμπρός δώρα στα πεθερικά και στους συγγενείς και πηγαίνανε στην εκκλησία. Μετά συνεχιζόταν το γλέντι ως τη Δευτέρα το βράδυ.

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου