Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΧΘΟΝΙΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΣΤΗΝ ΘΡΑΚΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Τὸ σπήλαιο,  εἶναι χθόνιο σύμβολο στὴ θρακικὴ θρησκεία

Οἱ λαξευτοὶ τάφοι τῆς Θράκης, ποὺ θυμίζουν καὶ συμβολίζουν σπήλαια, οἱ κόγχες στὰ βράχια τῶν βουνῶν καὶ οἱ μεγαλιθικοὶ τάφοι (Dolmens), εἶναι μνημεῖα ποὺ ἐκφράζουν τὴν πίστη τῶν Θρακῶν στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ δηλώνουν συγχρόνως τὸν οὐράνιο – ἡλιακὸ καὶ χθόνιο χαρακτῆρα τῆς θρησκείας τους, ὅπως κορυφώνεται στὴ διδασκαλία καὶ στὰ μυστήρια τοῦ ὀρφισμοῦ.

     Στὴ μυθολογία ἀπεικονίζονται ἀληθινὰ συμβάντα αὐτῆς τῆς μεταβατικῆς περιόδου, ποὺ πιθανότατα συμπίπτει μὲ τὸ τέλος τῆς ὕστερης ἐποχῆς τοῦ Χαλκοῦ καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς πρώιμης ἐποχῆς τοῦ Σιδήρου.
     Οἱ Ὀδρύσες ἀναφέρονται γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο(*), σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο κατοικοῦσαν στὴ νοτιοανατολικὴ Θράκη, περίπου στὸ τρίγωνο ποὺ σχηματιζόταν ἀπὸ τοὺς ποταμοὺς Τούντζα, Ἄρδα καὶ Ἔβρο, κοντὰ στὴν Ἀδριανούπολη. Πρόκειται χωρὶς ἀμφιβολία γιὰ τὴν καρδιὰ τοῦ μεγαλιθικοῦ πολιτισμοῦ, μαρτυρίες τοῦ ὁποίου ἀποτελοῦν τὰ Dolmens καὶ οἱ λαξευμένοι τάφοι στοὺς βράχους τῶν βουνῶν τῆς σημερινῆς Στράντζια τῆς ὀροσειρᾶς Ροδόπης.
     Ἡ ἐξάπλωση τοῦ ὀνόματος τῶν Ὀδρυσῶν σὲ ὅλο καὶ περισσότερες περιοχὲς τῆς Θράκης ἦταν ἀποτέλεσμα ἐπιβολῆς τῆς ἡγεμονικῆς πολιτικῆς τους στὴν περιοχὴ ποὺ βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὸν στρατιωτικό τους ἔλεγχο. Θραύσματα κεραμικῆς ποὺ βρέθηκαν στὸ ἐσωτερικὸ καὶ στὴν κοντινὴ περιοχὴ μεγαλιθικῶν μνημείων – Dolmens, τάφων λαξευμένων στὸ βράχο ἢ κογχῶν, δίνουν μία χρονολόγηση μεταξὺ τοῦ 11ου καὶ τοῦ 6ου αἰ. π.Χ. Μερικοὶ τάφοι ἦταν λαξευμένοι στὰ βραχώδη πόδια τῆς Ροδόπης σὲ ἀρκετὰ μεγάλο ὕψος, προσανατολισμένοι στὴν Ἀνατολή, ἐκτεθειμένοι στὶς εὐεργετικὲς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου ὅλη τὴν ἡμέρα.
     Τὰ ἐπτακόσια περίπου Dolmens τῆς ἀρχαίας Θράκης (σημερινὴ βουλγαρία) καὶ μερικὲς κοιλότητες ἢ δωμάτια λαξευμένα στοὺς βράχους τῆς Ροδόπης ἀποτελοῦσαν τὴν τελευταία κατοικία τῶν βασιλιάδων ἢ ἀρχηγῶν καὶ συμβόλιζαν τὴν ἔνωση τῶν δύο λατρειῶν, τῆς ἡλιακῆς καὶ τῆς χθόνιας, καὶ ἦταν παράλληλα κέντρα τελετουργικῶν προσφορῶν καὶ λατρείας.
(*) [4.92.1] «Δαρεῖος δὲ ἐνθεῦτεν ὁρμηθεὶς ἀπίκετο ἐπ᾽ἄλλον ποταμὸν τῷ οὔνομα Ἀρτησκός ἐστι, ὃς διὰ Ὀδρυσέων ῥέει»
Δηλαδὴ: [4.92.1] «Κι ὁ Δαρεῖος ξεκινῶντας ἀπὸ ‘κεῖ ἔφτασε σ᾽ἄλλον ποταμό, ποὺ ὀνομάζεται Ἀρτησκὸς καὶ διασχίζει μὲ τὸ ρέμα του τὴ χώρα τῶν Ὀδρυσῶν».
~~~
Πληροφορίες ἀπὸ Ἀρχαιολογία καὶ Τέχνες, τ. 87,  τμῆμα ἄρθρου τοῦ Σταύρου Δ. Κιοτσέκογλου, Ἱστορικοῦ – Ἀρχαιολόγου, Μέλους ΕΤΕΠ τοῦ Τμήματος Ἱστορίας – Ἐθνολογίας τοῦ ΔΠΘ.

Τὸ ἀρχαῖο κείμενο ποὺ συνοδεύει τὴν ἀνάρτηση καθῶς καὶ ἡ μετάφραση, εἶναι ἀπὸ τὸν ἱστότοπο  http://www.greek-language.gr/
Στὴν εἰκόνα βλέπουμε λαξευμένες ταφικὲς κόγχες στὴν ἀνατολικὴ Ροδόπη, κοντὰ στὸ σημερινὸ χωριὸ Κάρτζαλι (Βουλγαρία). Εἰκόνα
Shortlink – συντομευμένος σύνδεσμος ἄρθρου: http://wp.me/p4otm4-1j
ilovethrace.wordpress.com/

αναδημοσιευση απο  http://www.visaltis.net/2014/07/blog-post_7.html#more

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Οικ, π. Βασίλη Παπακωνσταντίνου

Οικογενειακή φωτογραφία π. Βασίλη παπά στη Μηλιά   (Βαίτσης),στην αγκαλιά είναι ο εγγονός Βασίλης Αποστολακουδης, η κόρη του Ζωή , η παπαδιά Σουλτάνα (το γένος Γκουγκαρδή) , η κόρη Μαρία , ο Δημήτρης Αποστολακούδης, ο γιός Νικόλας ( παπανικόλας )( 1953)

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Grecia Salentina (Italy): Salento Greek Towns and Griko language and music

                                              


Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ .                                                                                       Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ .

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΚΑΒΑΚΛΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΡΩΜΥΛΙΑΣ-ΒΟΡΕΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ

Το Καβακλή {σημερινό Τοπόλοβγκραντ}, βρίσκεται περί τα 40 χλμ. βορείως της Αδριανουπόλεως,στις βορειοανατολικές πλαγιές του ορεινού όγκου "Σακάρ πλάνινα" σ΄ένα εκτεταμένο οροπέδιο, περιβαλλόμενο απο πηγές ρευμάτων και δασωμένους λόφους και στα βάθη του βορεινού ορίζοντα απο κατάφυτα βουνά των νοτίων διακλαδώσεων του Αίμου.
 Τα περισσότερα σπίτια του ήταν λιθόκτιστα με 2 ορόφους. Υπήρχαν όμως και μερικά πλινθόκτιστα, αλλά μόνο στο 2ο όροφο. Ο 1ος όροφος ήταν πάντα λιθόκτιστος.
 Οι στέγες του ήταν δίρριχτες, ή τετράρριχτες με εγχώρια ή Ευρωπαϊκά κεραμίδια και τα παράθυρα με διπλά παραθυρόφυλλα, γιατί στα μέρη εκείνα ο χειμώνας ήταν πολύ άγριος. Οι αυλές των σπιτιών ήταν μεγάλες, συνήθως με δυό πόρτες, την εσωτερική του σπιτου {θύρα} και την εξώπορτα {πουρτά}. Στις αυλές αυτές βρισκόταν ο αχυρώνας,το "κουμάσι" {κοτέτσι}, οι σταύλοι και η "κότσινα" {χοιροστάσιο}. Ο πληθυσμός του Καβακλή ολοκάθαρα ελληνικός, έφτασε στα τελευταία πριν απο τον ανθελληνικό διωγμό του 1906 χρόνια τις 5000 περίπου οικογένειες,δηλαδή γύρω στις 20 - 25 χιλιάδες άτομα, για να ελαττωθει ώς τον τελικό εκπατρισμό στου 1924-1925 στις 3 χιλιάδες οικογένειες δηλαδή στις 9 χιλιάδες περίπου άτομα. Ο τελευταίος αυτός αριθμός των 9 χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων του Καβακλή, φαίνεται να ανταποκρίνεται πραγματικά στα τελευταία πριν απο τον εκπατρισμό αυτό χρόνια, γιατί Καβακλιώτες προχωρημένης ηλικίας που ζούν ακόμη στην Κομοτηνή, όπως οι αδελφοί Νικόλαος και Γεώργιος Δετσαρίδης και ο δικηγόρος Χρήστος Σιανίδης { ο οποίος έχει τις πληροφορίες του απο τον αποθανόντα το 1947 στην Κομοτηνή πατέρα του και επι σειρά ετών Δήμαρχον του Καβακλή}, ανεβάζουν τον ελληνικό πληθυσμό της πόλεως σε 25 περίπου χιλιάδες ψυχές. Βουλγάρους κατοίκους δεν είχε το Καβακλή, εκτός των ολίγων Δημοσίων υπαλλήλων με τις οικογένειες τους κι΄αυτούς ύστερα απο το 1885. Οι λίγοι Βούλγαροι χωρικοί που είχαν έλθει σαν εργάτες ή υπηρέτες στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας απο τα γύρω μακρυνά Βουλγαροχώρια, υπέστησαν γρήγορα την επίδρασι του ελληνικού περιβάλλοντος και εξελληνίσθησαν πριν ακόμη απο το σχίσμα του 1870. Έμεινε μονάχα η ανάμνησή τους απο την ιδιαίτερη συνοικία στην άκρα της πόλεως όπου κατοικούσαν, η οποία λεγόταν "Βουλγαρομαχαλάς", ενώ οι Έλληνες καθαυτό Καβακλιώτες κατοικούσαν στις δυό μεγάλες συνοικίες,της Παναγιάς {Ισιάδι} και του Προφήτη Ηλία.Ύστερα απο το 1906 άρχισαν να εγκαθίστανται σποραδικά Βουλγαρικές οικογένειες, αλλά και αυτές ώς το το 1924-1925, οπότε έγινε ο τελικός εκπατρισμός, δεν πέρασαν τις 50. Πότε ιδρύθηκε το Καβακλή δεν είναι ακριβώς γνωστό. Σύμφωνα όμως με την παράδοση, που την διατηρούσαν οι Καβακλιώτες ώς το τέλος, στην αρχή ήταν ένα μικρό χωριό με λίγους κατοίκους, στο οποίο απο το τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να συρρέουν Έλληνες απο την Ήπειρο που έφευγαν να γλυτώσουν απο τις διώξεις του Αλή Πασά, καθώς και απο άλλες περιοχές της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδος. Έτσι το πρίν άσημο και μικρό χωριό ,εξελίχθηκε σιγά σιγά σε πραγματική μικρή πολιτεία, γεγονός για το οποίο συνετέλεσε εκτός απο την εργατικότητα των κατοίκων, η ευφορία της γής, η κεντρική θέση του σ΄όλη την περιοχή των "Καβακλιώτικων" και οι επικοινωνίες του με τα γύρω ελληνικά χωριά, ακόμη και με τα σχετικά μακρυνά Βουλγαροχώρια.Στους χρόνους του Αυτονομιακού καθεστώτος της Ανατολικής Ρωμυλίας {1878-1885], το Καβακλή αποτελούσε Δήμο καθαρά ελληνικό, διοικούμενο απο Έλληνες και ήταν πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, με δικό του Δικαστήριο και Έλληνες Δημοσίους Υπαλλήλους.  
Μετά όμως την κατά το 1885 πραξικοπηματική προσάρτηση της Αν. Ρωμυλίας στο Βουλγαρικό κράτος, μονάχα ο Δήμαρχος και τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου έμειναν Έλληνες, ενώ ο Έπαρχος και οι άλλες Διοικητικές αρχές έγιναν Βουλγαρικές και λίγα χρόνια αργότερα, όπως αναφέρεται παρακάτω, η έδρα της επαρχίας με όλες τις διοικητικές αρχές, μεταφέρθηκαν στο Βουλγαροχώρι Κιζίλ - Αγάτς, το σημερινό Έλχοβο. 
Το κλίμα του Καβακλή ήταν εξαιρετικά υγιεινό. Κρύο δυνατό τον χειμώνα με άφθονα χιόνια, ζέστη το καλοκαίρι, με δύο επικρατούντας ανέμους. Τον Βοριά που κατέβαινε ψυχρός απο το βουνό του Μεγάλου Μοναστηριού και τον νοτιά, που ερχόταν απο το όρος Σακάρ {γι΄αυτό και τον έλεγαν "Σακαρηνό'} και έλυωνε τα χιόνια. Γύρω απ΄το Καβακλή υπήρχαν πολλές πηγές ρευμάτων και ρυακίων.Φυσικό λοιπόν ήταν να έχει άφθονα πόσιμα νερά, αλλά και μή πόσιμα. Το καλύτερο απο τα πόσιμα νερά ερχόταν απο τις πηγές των βορείων αντηρίδων του όρους Σακάρ και όπως και τον νότιο αέρα που φύσαγε απο το ίδιο βουνό το λέγανε και αυτό "Σακαρηνό". Το νερό αυτό μεταφερόταν στο Καβακλή με πήλινους σωλήνες και χυνόταν σε μια μεγάλη μαρμάρινη βρύση στο κέντρο της πόλεως με δυό μεγάλους κρουνούς,που έτρεχαν συνέχεια μέρα και νύχτα. Στην βρύση αυτή υπήρχε και μεγάλη πέτρινη ποτίστρα για τα ζώα. Κάθε συνοικία είχε δικό της υδραγωγείο, μια μεγάλη βρύση μπροστά στην εκκλησία της και άλλες μικρότερες σε διάφορα άλλα σημεία της.
Μιά μεγάλη επίσης βρύση βρισκόταν μπροστά στην Ελληνική σχολή. Έξω απο την πόλη πρός τους αμπελώνες υπήρχε μια πηγή, που την έλεγαν "Ηλιοπήγαδο",ενώ απο το Σακάρ κατέβαινε ένα ρεμματάκι που σχηματιζόταν απο νερά πολλών πηγών, που το έλεγαν "Τσιποτούρα". Η πόλις είχε τρείς εκκλησιές, του Αγίου Γεωργίου, της Παναγιάς, και του Προφήτη Ηλία, κάθε μιά με τρείς ιερείς και ένα Αρχιερατικό Επίτροπο που υπαγόταν αρχικά στην Μητρόπολη Αδριανουπόλεως και μετά την κατα το 1885 πραξικοπηματική προσάρτηση της Αν. Ρωμυλίας στο Βουλγαρικό κράτος , στη Ελληνική Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως ώς το 1906, οπότε καταργήθηκε η αυτοτέλεια των Ελληνικών Κοινοτήτων της Ανατολικής Ρωμυλίας και καταλήφθηκαν απο τους Βουλγάρους οι εκκλησίες,τα σχολεία, τα μοναστήρια και όλα τα ευαγή ελληνικά ιδρύματα. Μνημονεύω τα ονόματα 6 απο τους 9 εκείνους τελευταίους λειτουργούς του Υψίστου που κατόρθωσα να εξακριβώσω με μακρές έρευνες ύστερα απο 50 χρόνια στις περιοχές, όπου κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν οι Καβακλιώτες. Της εκκλησιάς της Παναγιάς ο Παπαπασχάλης που ήταν και Αρχιερατικός Επίτροπος και ο Παπαντώνης ο οποίος πέθανε στα Άβδηρα της Ξάνθης. Της εκκλησιάς του Αγίου Γωργίου ο Παπακωνσταντής και ο Παπαγιάννης { του δεύτερου ο γυιός έγινε παππάς στο χωριό Κίτρους της Κατερίνης} Της εκκλησιάς του Προφήτη Ηλία ο Παπαοικονόμου, του οποίου ο γυιός διετέλεσε βουλευτής στη Βουλγαρική βουλή πριν το 1906. Υπήρχε ακόμη ο Παπαπαύλος,απόφοιτος του Γυμνασίου Αρρένων Αδριανουπόλεως .



Ο θρησκευτικός εξοπλισμός του Καβακλή συμπληρωνόταν με αρκετά παρεκκλήσια, όπως της Ζωοδόχου πηγής, περί τα 2 χλμ ΒΔ της πόλεως, της Αναλήψεως, του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Χριστοφόρου και του Αγίου Μάρκου και ένα μοναστήρι του Αγίου Ευστρατίου , λίγο δυτικά απο την πόλη. Το παρεκκλήσι της Αναλήψεως βρισκόταν στο ύψωμα "Μπαϊράκ", στους πρόποδες του οποίου εκτεινόταν τεράστιες φυτείες κανάβεως, τα γνωστά "Καναβοτόπια". Το Μοναστήρι του Αγίου Ευστρατίου ήταν αρκετά πλούσιο, με εκτεταμένα κτήματα {χωράφια,βοσκοτόπια,αμπέλια και δάση} και πολλά ζώα {βόδια,πρόβατα,άλογα και μουλάρια]. Τόσο το Μοναστήρι όσο και τα παρεκκλήσια γιόρταζαν τις ημέρες της γιορτής τους,οπότε γινόταν κανονική λειτουργία και ακολουθούσε ολοήμερο πανηγύρι με άφθονο φαγοπότι,κρασοκατάνυξι και χορούς. Προηγμένη ήταν και η παιδεία στο Καβακλή που την υλοποιούσαν δύο 4τάξια μικτά δημοτικά σχολεία,μία τριτάξια Αστική Σχολή και τρία Νηπιαγωγεία.Το ένα Δημοτικό σχολείο ήταν σε ισόγειο κτίριο, δίπλα στο Δημαρχείο,δηλαδή στην ενορία του Αγίου Γεωργίου και το άλλο, ανάμεσα στις συνοικίες Παναγιάς και Προφήτη Ηλία,στο ισόγειο 2ωρόφου κτιρίου,ενώ η Αστική Σχολή λειτουργούσε στον 2ο όροφο του ιδίου κτιρίου,στο οποίο υπήρχε και αίθουσα διαλέξεων και θεατρικών παραστάσεων, που μπορούσε να περιλάβη 500 περίπου θεατάς και της οποίας η αυλαία είχεν αγορασθεί απο τας Αθήνας. Την σχολή αυτή συντηρούσε κυρίως με δικές του δαπάνες ο Ευεργέτης της Κωμοπόλεως Χρήστος Παπάζογλου και γι΄αυτό,καθώς και για τις μεγάλες δωρεές του προς τις εκκλησίες της, όταν πέθανε τον έθαψαν στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και η μνήμη του τιμώταν κατά την γιορτή των Τριών Ιεραρχών.Τ α τρία νηπιαγωγεία βρισκόταν ανά ένα πλάϊ σε κάθε μιά απο τις τρείς εκκλησίες της πόλης. Στα σχολεία του Καβακλή φοιτούσαν περί τους 400 μαθητές και μαθήτριες και οι δάσκαλοι και δασκάλες έφταναν τους 8-10. Πολλοί απο τους δασκάλους που κατα καιρό δίδαξαν στα σχολεία εκείνα ,ήταν ονομαστοί στα χρόνια τους και άφησαν εποχή στο πέρασμα τους. Στα σχολεία αυτά που συντηρούνταν απο πόρους της Κοινότητας και ερανικές εισφορές των κατοίκων,φοιτούσαν ώς το 1890 και τα παιδιά των Βουλγάρων Δημοσίων Υπαλλήλων, γιατί μέχρι τότε οι Βούλγαροι δεν είχαν δικά τους σχολεία εκεί. όπως αναφέρθηκε ποιό πάνω , η περιοχή του Καβακλή ήταν εξαιρετικά εύφορη και οι κάτοικοι του εργατικώτατοι,γι΄αυτό και κύρια απασχόληση τους ήταν η καλλιέργεια της γής με την ποικιλία των προϊόντων της. Η Γεωργία με κύρια προϊόντα τα σιτηρά και τα όσπρια, η Αμπελουργία με τους εκτεταμένους αμπελώνες της, που έβγαζαν περίφημα σταφύλια , επιτραπέζια και κρασοστάφυλα, η Καπνοκαλλιέργεια,η Καναβοκαλλιέργεια και η Σηροτροφία. 
Ώς το 1906 η Αμπελουργία αποτελούσε τον πρώτο κλάδο της παραγωγικής δραστηριότητας των Καβακλιωτών,αλλά απο τη χρονιά εκείνη άρχισαν να χαλάνε τα παλιά κλήματα ,πράγμα που ανάγκασε τους αμπελουργούς να αρχίσουν την αντικατάσταση τους με αμερικανικά κλήματα , με αποτέλεσμα απο το 1914 την πρώτη θέση στην παραγωγική δραστηριότητα να καταλάβει η Καπνοκαλλιέργεια με την παραγωγή καπνών αρίστης ποιότητος και το καπνεμπόριο.
Το όρος Σακάρ με το απο δρείς {μεσέδες}, οξυές, κρανιές, φουντουκιές, γάβρους κ.α. δάσος του, συντελούσε στην παραγωγή εκτός απο τα καυσόξυλα και μεγάλων ποσοτήτων ξυλανθράκων. Απο τις κορυφές του βουνού εκείνου φαινόταν προς τα βορειονατολικά να κατεβαίνει απο την περιοχή Υαμπόλεως, ελισσόμενος σαν τεράστιο φίδι ο ποταμός Τούντζας, ενώ προς τα νότια έβλεπε ο θεατής τους υψηλούς μιναρέδες των δύο μεγάλων τζαμιών της Αδριανουπόλεως. Ήταν φυσικό συνεπώς να ευδοκιμεί πολύ και η κτηνοτροφία με μεγάλο αριθμό βοοειδών,αιγοπροβάτων,χοίρων, ακόμη και ίππων. Κάθε συνοικία είχε τους τους δικούς της τσομπάνους, ξέχωρα για τις αγελάδες,για τους χοίρους,για τα αιγοπρόβατα και δικά της βοσκοτόπια {μεράδες}, όπου βοσκούσαν τα κοπάδια της. Ετσι οι τσομπάνηδες της συνοικίας της Παναγιάς βοσκούσαν τα κοπάδια τους στους βοσκότοπους του "Τρανού Ρυακιού", της"Τσιποτούρας, της "Γιαννεβίτσας", των "Σαγιάδων" και του "Κλισί- Μπουνάρ", της συνοικίας του Προφήτη Ηλία στο "Επάνω Κουρί" και του Αγίου Γεωργίου στο "Καϊτζίκ" στη"Λάκοβα" και στο "Κλισί- Μπουνάρ". Μεγάλοι και ονομαστοί Κτηνοτρόφοι {Κεχαγιάδες}, ήταν οι αδελφοί Αλτίντσου με 500 αιγοπρόβατα, οι αδελφοί Παπάζογλου με 300 αιγοπρόβατα και 100 άλογα, και ο Σιδέρης Παπάζογλου με 250 αιγοπρόβατα κ.α. Με την εκτεταμένη ενδοχώρα του το Καβακλή , στην οποία ήταν κατεσπαρμένα όχι μόνο τα ελληνικά χωριά της επαρχίας, αλλά πολλά βουλγαροχώρια με την ποικιλία και την αφθονία των γεωργικών, αμπελουργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων του , ήταν φυσικό να αποτελεί όχι μόνο γεωργικό αλλά και Εμποροεπαγγελματικό κέντρο, με οικονομική δραστηριότητα σημαντική ολόκληρης της επαρχίας.Το κατάστημα Αποικιακών αδελφών Βλαϊκίδη, με κεφάλαιο 150.000 χρυσών λιρών Τουρκίας,εκάλυπτε όλες τις ανάγκες εφοδιασμού των κατοίκων της επαρχίας.Ο μεγάλος αλευρόμυλος των Παπάζογλου-Νικολαίδη, που ήταν κοντα στη δεξιά όχθη του ποταμού Τούντζα, λίγο ανατολικά απο το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος,με πέντε μυλόπετρες και εγκαταστάσεις παραγωγής λευκού αλεύρου τύπου φαρίνας, που το λέγανε τότε "Νούλα" κι΄ένας άλλος ακόμη μικρότερος με τρείς μυλόπετρες στη δεξιά όχθη του παραποτάμου του Τούντζα , Ασμάκ Ντερέ,αποτελούσαν τα κύρια συγκροτήματα της αλευροβιομηχανίας του Καβακλή.Εκτός όμως απο τους δύο αυτούς μεγάλους αλευρόμυλους ,πληθώρα μικρών νερόμυλων απο διάφορα ρεύματα και ποταμάκια, που χυνόταν στον Τούντζα ,προσέθεταν την συμβολή τους στην παραγωγική ικανότητα των δύο μεγάλων αλευρόμυλων και εξασφάλιζαν τα αναγκαία άλευρα για όλη την επαρχία.Ο Χρήστος Παπάζογλου, ο ένας απο τους ιδιοκτήτες του μεγάλου αλευρόμυλου, που έκανε και Βουλευτής στη Βουλγαρική Βουλή, εγκαταστάθηκε μετά τον τελικό εκπατρισμό των Καβακλιωτών στο Αιγίνιο Πιερίας, όπου και κοιμάται τον αιώνιο ύπνο του, εδώ και πολλά χρόνια. 


Ονομαστά και περίφημα ήταν τα λατομεία μαρμάρου του Καβακλή,μοναδικά σ΄όλη τη Βουλγαρία για τα ωραία χρωματιστά μάρμαρα τους.Τα λατομεία αυτά 3 τον αριθμό ήταν κοινοτικά και τα εκμεταλλευόταν οι αδελφοι Μόσχος και Πέτρος Μοσχίδης και οι αδελφοί Γεώργιος και Κων/νος Ράλληδες. Τα δύο απο αυτά που έβαζαν άσπρα μάρμαρα σε πλάκες 5-10 εκατοστων πάχους ,βρισκόταν λίγο έξω απο την πόλη , το ένα στην τοποθεσία του "Τερζή ο Τσεσμές" και το άλλο στην τοποθεσία "Τσαντήρι". Το τρίτο που έβγαζε μάρμαρα με άσπρα και γαλάζια χρώματα ανάμικτα,βρισκόταν αντίκρυ απο τον "Καναβότοπο" στην τοποθεσία "Καϊράκ".
Τα μάρμαρα αυτά του Καβακλή, λεπτόκοκκα και αρίστης ποιότητας, εξαγόταν σ΄όλη τη Βουλγαρία,ιδιαίτερα στη Φιλιππούπολη και Σόφια. Πόσο ανεπτυγμένη ήταν η μαρμορογλυπτική στο Καβακλή, το μαρτυρεί ο αριθμός των μαρμαρογλυφείων, που ήταν πέντε,ενώ η Φιλιππούπολη είχε δύο και η Σόφια μόνο ένα.



 Ο πατριάρχης της μαρμαρογλυπτικής που δίδαξε την τέχνη και στους άλλους , ήταν ο Μόσχος Μοσχίδης που είχε έρθει στο Καβακλή απο το Ορτάκιοϊ το 1871. Μετά τον εκπατρισμό του 1924-1925 ο Πέτρος Μοσχίδης εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή όπου άσκησε το επάγγελμα του σαν μαρμαρογλύπτης ώς το θάνατο του γύρω στο 1970, ο δέ Μόσχος Μοσχίδης με τους γιούς του στη Θεσαλονίκη όπου ήσκησε και αυτός το επάγγελμά του ώς το θάνατο του. Σημειωτέον ότι ο Μόσχος Μοσχίδης ήταν ο τελευταίος Έλληνας Δήμαρχος του Καβακλή απο το 1920, οπότε συνελήφθη απο τους Βουλγάρους και παραπέμφθηκε στο Στρατοδικείο ο μέχρι τότε δήμαρχος Νικόλαος Δημητρίου {Σιανίδης}, ώς το εκπατρισμό το 1925. Ο Δήμος Καβακλή διατηρούσε και μεγάλο φαρμακείο, το οποίο εξασφάλιζε όλες τις ανάγκες σε φάρμακα των κατοίκων της επαρχίας

  Εταιρία Θρακικών Μελετών - Άγγελος Γερμίδης

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Κώστας Πινέλης : Πολεμικοί χοροί της Θράκης

Γράφτηκε από τον  thrakh
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο χορός είναι δώρο των θεών προς τον άνθρωπο. Εξέχουσα θέση στη ζωή τους είχαν οι πολεμικοί χοροί.
Οι πολεμικοί χοροί είχαν σαν σκοπό την προπαρασκευή των ανδρών για τον πόλεμο και τους αγώνες. Ο αρχαιότερος πολεμικός χορός είναι ο χορός των «Κουρητών». Σύμφωνα με τη μυθολογία οι ίδιοι οι θεοί δίδαξαν το χορό στους ανθρώπους. Και είναι η Ρέα αυτή που σύμφωνα με την παράδοση έμαθε το χορό στους Κουρήτες (που το όνομα τους σημαίνει νέοι) στο νησί της Κρήτης για να καλύψουν με το θόρυβο των ασπίδων και των ξιφών τους το κλάμα του μικρού παιδιού του Δία για να το γλιτώσουν από τον πατέρα του τον Κρόνο που καταβρόχθιζε τα παιδιά του και να μην χάσει το θρόνο του.
Ένας επίσης από τους πιο σπουδαίους χορούς είναι ο «Πυρρίχιος» που κατά τον Πλάτωνα είναι μια μίμηση του πολέμου, μια αναπαράσταση των φάσεων του με τη συνοδεία αυλού ή λύρας και τραγουδιών. Η ονομασία του προέρχεται από τη λέξη «πυρ» και σημαίνει τον κόκκινο χορό.
Κατά μία άλλη εκδοχή τον χορό αυτό τον επινόησε ο Πύρριχος που ήταν γιος του Αχιλλέα ή κατ’ άλλους ήρωας της Κρήτης. Ο Πυρρίχιος ήταν γνωστός σ’ ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα. Στην Σπάρτη τον θεωρούσαν προγύμνασμα του πολέμου και τον χόρευαν στη γιορτή των Διόσκουρων, ενώ στην Αθήνα τον χόρευαν στις γιορτές των Παναθηναίων. Οι χορευτές χόρευαν τον Πυρρίχιο πάνοπλοι. Αρχικά γινόταν ένα είδος παρέλασης με στροφές προς τα πλάγια (έκνευση), οπισθοχωρήσεις (ύπειξη) άλματα σε ύψος και χαμηλώματα (ταπείνωση). Ακολουθούσαν οι κινήσεις της επίθεσης, οι στάσεις της άμυνας και γενικά όλες οι κινήσεις του πολεμιστή, όπως η στιγμή που ρίχνει το ακόντιό του, το τόξο του, ή κινήσεις με τη λόγχη του. Οι κινήσεις αυτές ήταν ρυθμικές προσαρμοσμένες στον ήχο που προκαλούσαν τα χτυπήματα των όπλων (κλαγγή).. Ο Όμηρος τον θεωρούσε ως ένα από τους σπουδαιότερους χορούς.
Οι γρήγορες κινήσεις του σώματος, η σύσφιξη των χορευτών μεταξύ τους, η βίαια στροφή των ποδιών στο δάπεδο, οι συσπάσεις των μυών του σώματος, ο ενθουσιασμός που καταλαμβάνει τους θεατές όταν βλέπουν τους χορευτές, όλα αυτά προσδίδουν αίγλη και πρωτοτυπία στο χορευτικό αυτό σύμπλεγμα. Μπορεί κάποιος να κατατάξει τον Πυρρίχειο μεταξύ των διασημοτέρων χορών. Πυρρίχιοι χορεύονταν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας
Παλαιότερα, ο Πυρρίχειος λεγόταν στην Κύπρο "πρόλις", στην Μακεδονία "τελεσίας", στην Κρήτη "ορδίτης ή επικρήδιος" στη Θράκη "καλαβρισμός". Παραλλαγές του, σήμερα, στην Κρήτη, είναι ο Πεντοζάλης (ή Πεντοζάλι) και ο πηδηχτός. Σήμερα χορεύεται από τους Πόντιους και θεωρείται από τους ειδικούς ως ο αντιπροσωπευτικότερος του αρχαίου χορού.
Πολεμικοί χοροί της Θράκης
Είναι γνωστό πως οι Θράκες αγαπούσαν πολύ τη μουσική και το χορό. Ξεχωριστή θέση όμως στους χορούς κατείχαν οι πολεμικοί χοροί.
Στους παραπάνω αρχαίου χορούς της Ελλάδας περιλαμβάνεται και ο καλαβρισμός  ή κολαβρισμός, είδος άγριου πολεμικού χορού της Θράκης και της Καρίας στη Μ. Ασία· Πολυδ. (IV, 100). ο καλαβρισμός αναφέρται μαζί με τους χορούς που ήταν "λιγότερο ζωηροί, πιο ποικιλμένοι και πιο απλοί".
Η μελωδία πάνω στην οποία χορευόταν ο καλαβρισμός ονομαζόταν κόλαβρος· Αθήν. ΙΕ', 697C: "Κτησιφών ο Αθηναίος ποιητής των καλουμένων κολάβρων".
Επειδή η λέξη κόλαβρος σήμαινε, κατά τη Σούδα, "χοιρίδιο", ο χορός θα μπορούσε να ονομαστεί "χορός του χοίρου". Το ρήμα κολαβρίζω σήμαινε χορεύω τον κολαβρισμό· ο Ησύχιος λέει: "πηδώ".
Χασάπικος Πολιτικός ή Μακελάρης. θεωρείται πολεμικός χορός. Τη σημερινή ονομασία του έλαβε, επειδή ήταν ο χορός που συνηθιζόταν ιδιαίτερα από τη συντεχνία των μακελάρηδων (των χασάπηδων). Ο χορός αποτελείται από δυο μέρη, αργό και γρήγορο, που έχουν διάφορες ονομασίες: βαρύ χασάπικο, χασαπιά κ.ά. χορεύονταν   κυρίως στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης.
Ζεϊμπέκικος. Αργός χορός, παρόμοιος με αντικριστό καρσιλαμά, θεωρείται χορός πολεμικής καταγωγής και χορεύεται από δύο άτομα. Εξαίρει τον ανδρισμό, την ανδροπρέπεια και την ανδρεία.Οι κινήσεις γίνονται σε νοερό κύκλο. Έχει αργό και γρήγορο μέρος, χωρίς τυποποιημένα βήματα, τα οποία κατά περίσταση δίνουν στο χορευτή τη δυνατότητα να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του.
Πρόκειται για ένα χορό εννιάσημο (9/8) με πολλές παραλλαγές, που χόρευαν αρχικά οι Ζεϊμπέκηδες, απ' όπου και πήρε και το όνομά του. Οι Ζεϊμπέκηδες ήταν Έλληνες από την Θράκη που μετανάστευσαν στην Προύσα και τ΄ Αϊδίνι. Αποτελούσαν επίλεκτη κοινωνική τάξη. Οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν γκιαούρηδες (άπιστους). Είναι αλήθεια ότι οι Ζεμπέκηδες σιγά σιγά εξισλαμίστηκαν. Όμως δεν ξέχασαν ποτέ την καταγωγή τους και τις παραδόσεις του τόπου τους και διατήρησαν την τοπική Θρακική λαϊκή τους ενδυμασία μέχρι το 1883, οπότε ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β τους διέταξε ή να παραδώσουν τα όπλα ή να εναρμονιστούν με την ενιαία στολή της χωροφυλακής. Οι περίπου 40.000 Ζεϊμπέκηδες επαναστάτησαν και στην άνιση αναμέτρηση με τον τακτικά στρατό αποδεκατίστηκαν. Όμως από τα έθιμα της μακρινής πατρίδας τους επέζησε και εξακολουθεί να επιζεί θριαμβευτικά ως τις μέρες μας ο Ζεϊμπέκικος χορός. Διατηρούσαν δικές τους συνήθειες και φορούσαν μια εθνική ενδυμασία που τόνιζε τη θεματολογία του χορού τους.

Θρακιώτες στον χορό με τα μαχαίρια στην Ν. Βύσσα Έβρου
Αράπικος ή Μαύρος χορός
Χορός από δυο άντρες, που κρατούν μαχαίρια και ο ένας προσπαθεί να το ακουμπήσει στο στήθος του άλλου, οπότε αυτός πέφτει κάτω προσποιούμενος τον νεκρό και ο νικητής χορεύει γύρω του θριαμβευτικά. Η ιστορία αυτού του χορού χάνεται στα βάθη των αιώνων. Περιγραφή του γίνεται και από τον Ξενοφώντα στο έργο του "Κύρου Ανάβασις"[6.1.1] Εκ τούτου δὲ ἐν τῇ διατριβῇ οἱ μὲν ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς ἔζων, οἱ δὲ καὶ λῃζόμενοι ἐκ τῆς Παφλαγονίας. ἐκλώπευον δὲ καὶ οἱ Παφλαγόνες εὖ μάλα τοὺς ἀποσκεδαννυμένους, καὶ τῆς νυκτὸς τοὺς πρόσω σκηνοῦντας ἐπειρῶντο κακουργεῖν· καὶ πολεμικώτατα πρὸς ἀλλήλους εἶχον ἐκ τούτων. [6.1.2] ὁ δὲ Κορύλας, ὃς ἐτύγχανε τότε Παφλαγονίας ἄρχων, πέμπει παρὰ τοὺς Ἕλληνας πρέσβεις ἔχοντας ἵππους καὶ στολὰς καλάς, λέγοντας ὅτι Κορύλας ἕτοιμος εἴη τοὺς Ἕλληνας μήτε ἀδικεῖν μήτε ἀδικεῖσθαι. [6.1.3] οἱ δὲ στρατηγοὶ ἀπεκρίναντο ὅτι περὶ μὲν τούτων σὺν τῇ στρατιᾷ βουλεύσοιντο, ἐπὶ ξένια δὲ ἐδέχοντο αὐτούς· παρεκάλεσαν δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἀνδρῶν οὓς ἐδόκουν δικαιοτάτους εἶναι. [6.1.4] θύσαντες δὲ βοῦς τῶν αἰχμαλώτων καὶ ἄλλα ἱερεῖα εὐωχίαν μὲν ἀρκοῦσαν παρεῖχον, κατακείμενοι δὲ ἐν σκίμποσιν ἐδείπνουν, καὶ ἔπινον ἐκ κερατίνων ποτηρίων, οἷς ἐνετύγχανον ἐν τῇ χώρᾳ. [6.1.5] ἐπεὶ δὲ σπονδαί τε ἐγένοντο καὶ ἐπαιάνισαν, ἀνέστησαν πρῶτον μὲν Θρᾷκες καὶ πρὸς αὐλὸν ὠρχήσαντο σὺν τοῖς ὅπλοις καὶ ἥλλοντο ὑψηλά τε καὶ κούφως καὶ ταῖς μαχαίραις ἐχρῶντο· τέλος δὲ ὁ ἕτερος τὸν ἕτερον παίει, ὡς πᾶσιν ἐδόκει {πεπληγέναι τὸν ἄνδρα}· ὁ δ᾽ ἔπεσε τεχνικῶς πως. [6.1.6] καὶ ἀνέκραγον οἱ Παφλαγόνες. καὶ ὁ μὲν σκυλεύσας τὰ ὅπλα τοῦ ἑτέρου ἐξῄει ᾄδων τὸν Σιτάλκαν.  ἄλλοι δὲ τῶν Θρᾳκῶν τὸν ἕτερον ἐξέφερον ὡς τεθνηκότα· ἦν δὲ οὐδὲν πεπονθώς…
 Λέει, λοιπόν, ο Ξενοφώντας: <<Αφού έγιναν οι σπονδές (δηλαδή η οινοποσία) και οι Έλληνες έψαλαν τον παιάνα, σηκώθηκαν πρώτα-πρώτα οι Θράκες (μισθοφόροι) και χόρεψαν οπλισμένοι, με τη συνοδεία αυλού. Και πηδούσαν ψηλά και ελαφρά, κουνώντας τα μαχαίρια τους. Τέλος αρχίζει δήθεν να χτυπάει ο ένας τον άλλον με το μαχαίρι του, έτσι που σε όλους να φαίνεται πως αληθινά πλήγωσε ο ένας τον άλλο. Κι αυτός που δήθεν πληγώθηκε, έπεσε κατά γης με κάποιον τεχνικό τρόπο. Παφλογόνες (που παρακολουθούσαν τον παραστατικό χορό) έβγαλαν μεγάλες (Επιδοκιμαστικές) κραυγές. Τότε ο ένας (που νίκησε) αφαίρεσε (δηλ. λαφυραγώγησε) τα όπλα του άλλου, σαν να ήταν εκείνος νεκρός, και βγήκε (από τον κύκλο του χορού), ψάλλοντας τον Σιτάλκα (δηλαδή έναν ύμνο πολεμικό που εξυμνούσε το βασιλιά της Θράκης Σιτάλκα, Βασιλιά των Οδρυσσών Θρακών). Μερικοί Θράκες, κατόπιν, μετέφεραν έξω και τον άλλον, σαν να ήταν νεκρός, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε πάθει τίποτε>>…
Ο χορός έπαψε να χορεύεται στη Θράκη από τις αρχές τις 10ετίας του 60 θεωρούμενος ως βάρβαρος. Χορεύονταν επίσης στον Πόντο με το όνομα «Πιτσάκ Οιν» και εδώ όμως δεν χορεύεται συχνά πια.  Στην Μυτιλήνη χορεύεται στην Αγιάσο μόνο από μια οικογένεια, χορεύεται επίσης και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως σε χωριά της Καρδίτσας, αλλά επίσης πολύ σπάνια.
Μπαϊντούσκα είναι συμβολικός χορός. Κατά την πιθανότερη εκδοχή αναπαριστά με τους βηματισμούς της μια τακτική της μάχης. Υπό αυτό το πρίσμα θεωρείται πολεμικός χορός, ενώ η ιαχή εκφοβισμού των χορευτών, επιβεβαιώνει τον πολεμικό χαρακτήρα του χορού.
Τσέστος: Είναι γνωστός με διάφορες ονομασίες που δηλώνουν τον τρόπο που πιάνονται οι χορευτές (ζωναράτος), τον τρόπο που τον χορεύουν(ντούζκος=ίσια στρωτά), ή τσέστος (μικρά και σβέλτα βήματα). Ο ντούζκος και ο τσέστος χορεύεται από άντρες. Η μορφή του Τσέστου θεωρείται επίσης πολεμικός χορός, για τα βήματα του χορού και τον σχηματισμό σε ευθεία γραμμή.

Τσέστος ζωναράδικος χορός της Θράκης

φωτογραφιες'50

ΓΑΜΟΣ - ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΠΑΙΖΟΥΝ

Προσθήκη λεζάντας

ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ - ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙΚΙΟΥ 1955

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΗΛΙΑΣ

ΣΚΑΛΙΣΜΑ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ ΑΠΟ ΔΕΞΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΟΥΔΗΣ , ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ ΠΟΛΥΜΕΝΗΣ

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου